ποδίζω

ποδίζω
ΝΜΑ [πους, ποδός]
νεοελλ.
ναυτ.
1. αράζω προσωρινά σε απάνεμο όρμο λόγω κακοκαιρίας
2. απομακρύνω την πλώρη από την ευθεία τού ανέμου
μσν.-αρχ.
1. δένω τα πόδια κάποιου («πεποδισμένους ἔχουσι τοὺς ἵππους ἐπὶ ταῑς φάτναις», Ξεν.)
2. μετρώ στίχο κατά μετρικούς πόδες («στίχοι τροχαϊκῶς ποδιζόμενοι», Ευστ.)
αρχ.
1. χορεύω
2. φρ. «πεποδισμένα ζώα» — τα ζώα που έχουν πόδια, που είναι από τη φύση εφοδιασμένα με πόδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποδίζω — bind pres subj act 1st sg ποδίζω bind pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδίζω — πόδισα, ποδίστηκα, ποδισμένος 1. προσορμίζομαι, αγκυροβολώ κάπου εξαιτίας θαλασσοταραχής: Μας έπιασε τρικυμία και ποδίσαμε στη Νάξο. 2. στην ποντιακή διάλεκτο, αγαπώ, λατρεύω: Ποδίζω σε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποδίσω — ποδίζω bind aor subj act 1st sg ποδίζω bind fut ind act 1st sg ποδίζω bind aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεποδισμένων — ποδίζω bind perf part mp fem gen pl ποδίζω bind perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδιζομένων — ποδίζω bind pres part mp fem gen pl ποδίζω bind pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδιζόμενον — ποδίζω bind pres part mp masc acc sg ποδίζω bind pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδίζει — ποδίζω bind pres ind mp 2nd sg ποδίζω bind pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδίζουσι — ποδίζω bind pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ποδίζω bind pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδίζουσιν — ποδίζω bind pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ποδίζω bind pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεποδισμένη — ποδίζω bind perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”